- λαφύσσω
- λαφύσσω, αττ. τ. λαφύττω (Α)1. (για άγρια ζώα) τρώγω ή πίνω με απληστία, κατασπαράζω, κατατρώγω, καταβροχθίζω («αἶμα καὶ ἔγκατα πάντα λαφύσσει», Ομ. Ιλ.)2. (για τη φωτιά) κατακαίω, αφανίζω3. (για νόσο) φθείρω, μαραίνω4. μέσ. λαφύσσομαι(για πρόσ.) τρώγω λαίμαργα, άπληστα, καταβροχθίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαφ-ύσσω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *labh- «ρουφώ, γλείφω, τρώγω πλαταγίζοντας τη γλώσσα» (πρβλ. λάπτω), συνδέεται με αρμεν. lap'em «γλείφω», λατ. lambo «γλείφω» και εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -ύσσω, πρβλ. δριμ-ύσσω].
Dictionary of Greek. 2013.